Πέμπτη 2 Απριλίου 2015

Περί ουτοπίας




Παραθέτουμε, όχι δίχως λόγο, ένα μικρό απόσπασμα από τον «Πρόλογο» που έγραψε το 1962 ο Λιούις Μάμφορντ για το έργο του «Η ιστορία των ουτοπιών», το οποίο είχε εκδοθεί αρχικά το 1922. Το συγκεκριμένο κείμενο περιλαμβάνεται στο βιβλίο «Η Ουτοπία, οι δαίμονες της ψυχής και η προοπτική του ανθρώπου» (Νησίδες, 2011) σε μετάφραση Βασίλη Τομανά.


«Οι κλασικοί ουτοπικοί συγγραφείς, επιχειρώντας ν’ αποσπάσουν το ιδεώδες στοιχείο από τη μήτρα της συγκαιρινής κοινωνίας και συχνά προσπαθώντας να επιτύχουν μια καθαρότερη μορφή κοινότητας, άφησαν απ’ έξω πολλές αναγκαίες συνιστώσες που, όπως τα μη ευγενή μέταλλα σ’ ένα κράμα, ενδυναμώνουν το πολύτιμο μέταλλο και το καθιστούν πιο εύχρηστο. Οι λειτουργίες του φυσικού περιβάλλοντος και της ανθρώπινης ιστορίας παρέχουν ακόμη και στην πιο φτωχή κοινότητα ένα πλούσιο μαυρόχωμα, πολύ πιο ευνοϊκό για τη ζωή από όσο θα ήταν τα πιο ορθολογικά ιδεώδη σχέδια αν δεν είχαν ένα τέτοιο έδαφος στο οποίο να μεγαλώσουν. […]

Δύο κύριες θετικές ιδέες ήρθαν από την επισκόπηση των ουτοπιών και υποστηρίχθηκαν από την περαιτέρω μελέτη και αναστοχασμό. Οι ιδέες αυτές ήταν μια επιβεβαίωση των διαισθήσεων που με είχαν κατ’ αρχήν οδηγήσει να επιχειρήσω μια συστηματική επισκόπηση. Η μία ήταν η ιδέα ότι κάθε κοινότητα κατέχει, εκτός από τους υπάρχοντες θεσμούς της, ένα απόθεμα δυνατοτήτων, που εν μέρει ριζώνουν στο παρελθόν της, είναι ακόμη ζωντανές αν και κρυμμένες, και εν μέρει αναδύονται από νέες διασταυρώσεις και μεταλλάξεις, οι οποίες ανοίγουν τον δρόμο σε περαιτέρω ανάπτυξη. Αυτό δείχνει την πραγματιστική λειτουργία των ιδεωδών: γιατί καμία κοινωνία δεν είναι πλήρως γρηγορούσα ούτε στην εγγενή της φύση ούτε στις φυσικές της προοπτικές, αν αγνοεί το γεγονός ότι υπάρχουν πολλές εναλλακτικές δυνατότητες προς τον δρόμο που όντως ακολουθεί, και πολλές νοητές και εφικτές επιδιώξεις πίσω από κείνες που είναι αδιαμεσολάβητα ορατές. Η άλλη θετική ιδέα που πορίστηκα από τις ουτοπίες είναι η ιδέα του όλου και της ισορροπίας που, όπως έχει δείξει η επιστήμη της βιολογίας, είναι ουσιώδεις ιδιότητες όλων των οργανισμών. […]

Στην τρομοκρατημένη και αποθαρρυμένη εποχή μας αυτό το πνεύμα (σ.σ. της νεανικής τόλμης με την οποία είχε γραφτεί το βιβλίο) μπορεί να χρησιμεύσει σαν τονωτικό, να υπενθυμίσει στον αναγνώστη τις ανθρώπινες στάσεις και ελπίδες που κάποτε υπήρξαν και άνθισαν, και ενδέχεται να ξαναμπουμπουκιάσουν, αφού ριζώνουν, όχι απλώς στα συναισθήματα μιας συγκεκριμένης γενιάς, αλλά στην απειθή ζωική πίστη που κάθε καινούργιο νήπιο ξαναφέρνει στον κόσμο με τη γέννησή του και μόνο. Με λίγη απ’ αυτή την πίστη και τόλμη ενδέχεται ακόμη ν’ αφοπλίσουμε τα ευνουχισμένα μυαλά που σχεδιάζουν τώρα να συγκαλύψουν την πολιτική τους ανοησία και ανικανότητα θυσιάζοντας όλη τη ζωή στις παρανοϊκές τελετές και στους Πυρηνικούς Θεούς τους. Σ’ εκείνο τον θρίαμβο, αν τυχόν επέλθει, δεν θ’ αναζητήσουμε την ουτοπία σ’ έναν μακρινό ιστορικό ορίζοντα στο μέλλον, ούτε, ακόμη λιγότερο στη σελήνη ή σ’ έναν μακρινό πλανήτη. Θα την βρούμε μες στις ψυχές μας και στη γη κάτω απ’ τα πόδια μας, ακόμη έτοιμη να θρέψει τις δυνάμεις της ζωής και του έρωτα, και ν’ ανανεώσει μες στον άνθρωπο την αίσθηση των παραπάνω-από-ανθρώπινων δυνατοτήτων του.»